Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ ἰλιγγιάω

См. также в других словарях:

  • βινητιώ — βινητιῶ ( άω) (Α) έχω σφοδρή επιθυμία για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. βινώ* που σχηματίζεται με την επιθηματική επαύξηση ητιάω, ώ (πρβλ. μαθητιάω, ώ, ωνητιάω, ώ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω που αποσπάστηκε από ρήματα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»